"Οι μαθητές εμπνέονται και δημιουργούν..."
1. Σκηνές από τον Όλυμπο.
Δώδεκα μέρες πέρασαν
κι η Θέτιδα η νεράιδα
ανέβηκε στον Όλυμπο
στο Δία να κάνει «χάδια».
Γι’ αυτή χάρη δεν ήθελε,
μα για τον Αχιλλέα,
κρύα να πάρει εκδίκηση
από τον γιο του Ατρέα.
Κι ο Δίας μέγας βασιλεύς
που όλα τα διαφεντεύει
μονάχα έναν ενδοιασμό
έχει και τ` αποφεύγει.
Την Ήρα σκέφτεται ο θεός
ως κάθε παντρεμένος,
τα βράδια πώς θα κοιμηθεί
κρεβατοζαλισμένος;
Ωστόσο γνέφει θετικά
κι Θέτιδα την «κάνει»
μα η Ήρα την κατάλαβε,
στο στόμα της τον πιάνει.
Κι αρχίζει άγριος καβγάς,
τρελή φιλονικία
μπροστά στους άλλους τους θεούς
που βλέπουν με αγωνία.
Η Ήρα τον κατηγορεί
την κρίση του πως χάνει
γυμνό σαν δει αστράγαλο
και γυναικός φουστάνι.
Κι αντί να σβήσει ο καβγάς,
φούντωσε με μανία
κι ο Δίας την απείλησε
πως θα της «παίξει» μία.
Τη βουβαμάρα έσπασε
και την αμηχανία,
ο Ήφαιστος π’ απήγγειλε
δική του ιστορία.
Τους μίλησε για τη φορά
που είχε αντιμιλήσει
κι ο Δίας απ’ τα νεύρα του
τον είχε εγκρεμίσει.
Κι έπεφτε λέει απ’ το πρωί
μέχρι να γίνει βράδυ
και νόμιζε πως θα χαθεί
στου Άδη το σκοτάδι.
Μα βλέπεις ειν’ κι αυτός θεός,
κατέληξε στη Λήμνο,
σαν το βρεγμένο το γατί,
τον λαβωμένο σκύμνο.
Καθώς λοιπόν ο Ήφαιστος
έλεγε ιστορίες,
πίνοντας νέκταρ θεϊκό
έσβηνε αμαρτίες.
Και ξέχασαν οι Ολύμπιοι
Τρώες και Αχαιούς
κι έριξαν με το σούρουπο,
κάτι ύπνους… θεϊκούς.
Ανδροπούλου Παναγιώτα